- φίλιχθυς
- φίλιχθυς [pron. full] [φῐ], ῠος, ὁ, ἡ,A fond of fish, Polem. Hist.66, Ath.8.358d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίλιχθυς — ίχθυος, ό, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἰχθύς] … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek